- ασφυκτιώ
- 1. αισθάνομαι πνιγμονή, πιάνεται η αναπνοή μου2. αγωνιώ ή στενοχωριέμαι υπερβολικά, πνίγομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < άσφυκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασφυκτιώ — βλ. πίν. 60 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής